- κωνιτις
- κωνῖτις-ῐδος adj. f приготовленный из сосновых шишек
(πίσσα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πίσσα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κωνίτις — κωνῑτις, ιδος, ἡ (Α) [κώνος] αυτή που έχει παρασκευαστεί από κώνους πεύκου … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
κωνίτιδος — κωνί̱τιδος , κωνῖτις extracted from pine cones fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)